ἀλαβάρχης

ἀλαβάρχης
ἀλᾰβ-άρχης,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αλαβάρχης — ἀλαβάρχης και ἀλάβαρχος, ο (Α) 1. υπάλληλος τής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που, από μαρτυρίες αρχαίων συγγραφέων και από επιγραφές, γνωρίζουμε ότι υπήρχε στην Αλεξάνδρεια, τη Λυκία και την Εύβοια 2. ο μέγιστος άρχοντας, ο ανώτατος αξιωματούχος τών… …   Dictionary of Greek

  • αλαβάρχης και αλαβάρχος — Τίτλος του ανώτατου τελωνειακού επόπτη της αραβικής πλευράς του Νείλου κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους. Ο Κικέρων χρησιμοποίησε τον όρο ειρωνικά για τον Πομπήιο, ο οποίος θέλησε να αυξήσει τον τελωνειακό φόρο των Ρωμαίων, ενώ ο Ευσέβιος ονόμαζε έτσι… …   Dictionary of Greek

  • Alabarch — The alabarch was the Greek title of an official who stood at the head of the Jewish population of Alexandria during the Hellenistic and early Roman periods. EtymologyThe etymology of the word ἀλαβάρχης (alabarches), and, therefore, the original… …   Wikipedia

  • αλαβαρχώ — ἀλαβαρχῶ ( έω) (Α) [ἀλαβάρχης] είμαι αλαβάρχης …   Dictionary of Greek

  • αλαβαρχία — ἀλαβαρχία, η (Α) [ἀλαβάρχης] το αξίωμα τού αλαβάρχη …   Dictionary of Greek

  • ALABARCH — (Gr. ἁλαβάρχης), title designating office holders appointed to the fiscal administration in Egypt and other countries in the Roman and Byzantine periods. Since reference is made to the office being held by two wealthy Jewish notables of… …   Encyclopedia of Judaism

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”